- υπερτιμώμαι
- υπερτιμώμαι, υπερτιμήθηκα, υπερτιμημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι … Dictionary of Greek
ανεβαίνω — ανέβηκα, ανεβασμένος 1. πηγαίνω προς τα πάνω: Την Κυριακή ανεβήκαμε στην Πάρνηθα. 2. επιβιβάζομαι: Δεν έχουμε ακόμη ανεβεί όλοι στο τρένο. 3. αυξάνομαι: Ο πυρετός του ανέβηκε πάλι. 4. (για τη ζύμη), φουσκώνω: Το ψωμί δεν ανέβηκε ακόμη. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)